κέρμα

κέρμα
κέρμα, ατος, τό, ([etym.] κείρω)
A fragment, κέρματα θηρείων μελέων dub.l. in Emp.101.1;

τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.Pr.107

, cf. Suid.; but mostly,
2 coin,

ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7

;

μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7

, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, cash, Theopomp.Com.30, Arr.Epict.2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; esp. of copper money, opp. silver ([etym.] ἀργύριον), PGen.77.5 (ii/iii A.D.): freq. in pl.,

μικρὰ κ. Ar.Av.1108

, cf. Pl.379, Eub.84.1; διδοὺς κέρματα Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, UPZ81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, AP5.44 ([place name] Cillactor).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέρμα — fragment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρμα — Αρχαίος οικισμός της Νουβίας, στα Ν του τρίτου καταρράκτη του Νείλου. Βρίσκεται στο σημερινό Σουδάν. Η ονομασία του στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν Ivμπού Αμενεμχέτ, ενώ είναι επίσης γνωστός ως Κάρμα. Έπειτα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή από… …   Dictionary of Greek

  • κέρμα — το, ατος νόμισμα μικρής αξίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρμ' — κέρμα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερμάτων — κέρμα fragment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρμασι — κέρμα fragment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρμασιν — κέρμα fragment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματα — κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματι — κέρμα fragment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματος — κέρμα fragment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματ' — κέρματα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl κέρματι , κέρμα fragment neut dat sg κέρματε , κέρμα fragment neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”